ιθυντήρ

ιθυντήρ
ἰθυντήρ, -ῆρος, ὁ και θηλ. ἰθύντειρα (Α)
1. αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο πηδαλιούχος
2. ηγεμόνας, διοικητής, κυβερνήτης
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰθύντειρα
επίθ. τής Δίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω + κατάλ. αρσ. -τηρ (θηλ. -τειρα), πρβλ. δο-τήρ, κυβερνη-τήρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἰθυντήρ — ἰ̱θυντήρ , ἰθυντήρ guide masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιθυντής — ἰθυντής, ὁ (ΑΜ) [ιθύνω] 1. ο ιθυντήρ*, ο κυβερνήτης τού σκάφους 2. ο επίσκοπος …   Dictionary of Greek

  • ιθύντειρα — ἰθύντειρα, ἡ (Α) βλ. ιθυντήρ …   Dictionary of Greek

  • ιθύντωρ — ἰθύντωρ, ορος (Α) ιθυντήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω + κατάλ. τωρ (πρβλ. γεννή τωρ, κλή τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • ἰθυντῆρα — ἰ̱θυντῆρα , ἰθυντήρ guide masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰθυντῆρας — ἰ̱θυντῆρας , ἰθυντήρ guide masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰθυντῆρες — ἰ̱θυντῆρες , ἰθυντήρ guide masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰθυντῆρι — ἰ̱θυντῆρι , ἰθυντήρ guide masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰθυντῆρος — ἰ̱θυντῆρος , ἰθυντήρ guide masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰθυντῆρσιν — ἰ̱θυντῆρσιν , ἰθυντήρ guide masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”