- ιθυντήρ
- ἰθυντήρ, -ῆρος, ὁ και θηλ. ἰθύντειρα (Α)1. αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο πηδαλιούχος2. ηγεμόνας, διοικητής, κυβερνήτης3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰθύντειραεπίθ. τής Δίκης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω + κατάλ. αρσ. -τηρ (θηλ. -τειρα), πρβλ. δο-τήρ, κυβερνη-τήρ].
Dictionary of Greek. 2013.